- εξαγοράζω
- (AM ἐξαγοράζω) [αγοράζω]1. απελευθερώνω καταβάλλοντος λύτρα ή χρηματικό ποσό («εξαγοράζω τους αιχμαλώτους», «ἐξηγόρασας ἡμᾱς ἐκ τῆς κατάρας τοῡ Νόμου τῷ τιμίῳ Σου αἵματι»)2. αγοράζω κάτι στο ακέραιο, εξολοκλήρου («εξαγόρασε τις μετοχές τής εταιρείας», «ἐξηγόραζε τὰ καιόμενα καὶ τὰ γειτνιῶντα τοῑς καιομένοις»)3. φρ. «ἐξαγοράζω ή ἐξαγοράζομαι τὸν καιρόν» — χρησιμοποιώ με σύνεση τον καιρό, αντιμετωπίζω ψύχραιμα τις περιστάσειςνεοελλ.1. με την καταβολή χρηματικού ποσού απαλλάσσομαι από υποχρέωση («εξαγοράζω τη στρατιωτική μου θητεία»)2. δωροδοκώ και εξασφαλίζω ευνοϊκή απόφαση («εξαγόρασε τους κριτές του», «τα μέλη τού δικαστηρίου»)3. αποζημιώνωαρχ.-μσν.αγοράζωμσν.πληρώνω για να μού επιστραφεί ενέχυρο.
Dictionary of Greek. 2013.